Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η έκπληξη

  • 1 έκπληξη

    [экпликси] ουσ. Θ. изумление, поражение,εκ.ληρώνω [экплироно] р. выполнять, исполнять,εκ.λήρωση [экплироси] ουσ. Θ. выполнение, исполнение,εκ.λήττω [экплитто] р. удивлять, поражать,εκ.νέω [экпнэо] р. выдыхать,εκ.νοή [экпнои] ουσ. Θ. выдыхание, выдых.εκ.ολιτίζω [экполитизо] р. цивилизовать.εκ.ολιτισμός [экполитизмос] ουσ. а. цивилизация,εκ.ομπή [экпомби] ουσ. Θ. передача по радио,εκ.ροσώπηση [экпросописи] ουσ. Θ. представительство, делегация.εκ.ροσωπώ [экпросопо] р. быть представителем, делегатом,εκ.υρσοκρότηση [экпирсокротиси] ουσ. Θ. взрыв, выстрел.εκ.υρσοκροτώ [экпирсокрото] р. взрывать, стрелять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκπληξη

  • 2 сюрприз

    сюрприз м η έκπληξη
    * * *
    м
    η έκπληξη

    Русско-греческий словарь > сюрприз

  • 3 удивление

    удивление с о θαυμασμός, η έκπληξη- η κατάπληξη (изумление)
    * * *
    с
    ο θαυμασμός, η έκπληξη; η κατάπληξη ( изумление)

    Русско-греческий словарь > удивление

  • 4 удивление

    удивлени||е
    с ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις], ὁ θαυμασμός:
    к моему́ великому \удивлениею προς μεγάλην μου ἔκπληξη· быть вие себя от \удивлениея εἶμαι κατάπληκτος, εἶμαι ἔκθαμβος· смотреть с \удивлениеем на кого-л. κυττάζω μέ περιέργεια κάποιον разинуть рот от \удивлениея разг μένω ἔκ-πληκτος, μένω μέ ἀνοιχτό τό στόμα· всем на \удивлениее προς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων.

    Русско-новогреческий словарь > удивление

  • 5 великий

    велик||ий
    прил
    1. μέγας, μεγάλος:
    \великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·
    2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:
    сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > великий

  • 6 готовить

    гото́в||ить
    несов
    1. ἐτοιμάζω, προπαρασκευάζω:
    \готовить кадры δημιουργώ στελέχη·
    2. (замышлять) ἐτοιμάζω, ἐπιφυλάσσω:
    \готовить сюрприз ἐτοιμάζω (или ἐπιφυλάσσω) ἐκπληξη· \готовить встречу ἐτοιμάζω ὑποδοχἤ
    3. (стряпать) μαγειρεύω:
    \готовить обед μαγειρεύω (или ἐτοιμάζω) τό φαγητό.

    Русско-новогреческий словарь > готовить

  • 7 изумление

    изум||ление
    с ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > изумление

  • 8 нужно

    ну́жн||о
    предик безл
    1. (необходимо) πρέπει, χρειάζεται:
    мне \нужно идти πρέπει νά φύγω· мне \нужно идти на работу πρέπει νά πάω στή δουλειά·
    2. (требуется) εἶναι ἀναγκαίον:
    мне \нужно десять рублей χρειάζομαι δέκα ρούβλια· \нужно было видеть ее изумление! ἐπρεπε νά ίδείς τήν Εκπληξη της!· не \нужно так расстраиваться δέν πρέπει νά χολοσκάνετε τόσο· это мне теперь не \нужно αὐτό πιά δέν μοῦ χρειάζεται· очень (мне) \нужно! πολύ πού μοῦ χρειάζεται!.

    Русско-новогреческий словарь > нужно

  • 9 преподнести

    преподнести
    сов, преподносить несов προσφέρω, δίδω:
    \преподнести сюрприз κάνω ἐκπληξη.

    Русско-новогреческий словарь > преподнести

  • 10 сюрприз

    сюрприз
    м ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ σουρπρίζ.

    Русско-новогреческий словарь > сюрприз

  • 11 удивлять

    удивлять
    несов προξενώ ἔκπληξη, ἐκπλήττω.

    Русско-новогреческий словарь > удивлять

  • 12 сюрприз

    [σγιουρπρίς] ουσ. α έκπληξη

    Русско-греческий новый словарь > сюрприз

  • 13 удивление

    [ουντιβλιένιιε] ουσ. ο. έκπληξη

    Русско-греческий новый словарь > удивление

  • 14 удивление

    [ουντιβλιένιιε] ουσ. ο. έκπληξη

    Русско-греческий новый словарь > удивление

  • 15 surprise index

    French\ \ indice de surprise
    German\ \ Überraschungsindex
    Dutch\ \ verrassingsindex
    Italian\ \ indice di sorpresa
    Spanish\ \ índice de sorpresa
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ índice de surpresa
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ överraskningsindex
    Greek\ \ προηγούμενα έκπληξη
    Finnish\ \ yllätysindeksi
    Hungarian\ \ váratlan index
    Turkish\ \ sürpriz indeksi
    Estonian\ \ üllatusindeks
    Lithuanian\ \ netikėtumo indeksas; netikėtumo rodiklis
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ indeks zaskoczenia
    Ukrainian\ \ індекс несподіваності
    Serbian\ \ индекс изненађења
    Icelandic\ \ óvart vísitölu
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ شاخص شگفتی
    Arabic\ \ دليل مفاجئة
    Afrikaans\ \ verrassingsindeks
    Chinese\ \ “ 惊 奇 ” 指 数
    Korean\ \ 놀람지수

    Statistical terms > surprise index

  • 16 сюрприз

    [σγιουρπρίς] ουσ α έκπληξη

    Русско-эллинский словарь > сюрприз

  • 17 удивление

    [ουντιβλιένιιε] ουσ ο έκπληξη

    Русско-эллинский словарь > удивление

  • 18 удивление

    [ουντιβλιένιιε] ουσ ο έκπληξη

    Русско-эллинский словарь > удивление

  • 19 ба

    (επιφ.) εκφράζει απορία, έκπληξη, αναγνώριση, κάτι ξαφνικό• μπά!•

    ба!; это ты? μπα! εσύ είσαι.;

    Большой русско-греческий словарь > ба

  • 20 всплеснуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всплеснутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.
    παφλάζω, χτυπώ το νερό, φλοισβίζω.
    εκφρ.
    всплеснуть руками – χτυπώ τα χέρια (από έκπληξη).
    χτυπώ, χτυπιέμαι, παφλάζω, φλοισβίζω.

    Большой русско-греческий словарь > всплеснуть

См. также в других словарях:

  • έκπληξη — η 1. ζωηρή εντύπωση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, για απροσδόκητο γεγονός, κατάπληξη, ξάφνιασμα. 2. αυτό το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, και ιδίως το ευχάριστο: Στη γιορτή μου σας ετοιμάζω έκπληξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκπληξη — η (AM ἔκπληξις) 1. ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κανείς από απροσδόκητο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, το ξάφνιασμα νεοελλ. το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, ιδίως ευχάριστο αρχ. μσν. 1. κατάπληξη, τρόμος 2. θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • ἐκπλήξῃ — ἐκπλήξηι , ἔκπληξις consternation fem dat sg (epic) ἐκπλήσσω strike out of aor subj mid 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of aor subj act 3rd sg ἐκπλήσσω strike out of fut ind mid 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of aor subj mid 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • αθάμβευτος — η, ο [θαμβεύω] 1. αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, που δεν δοκιμάζει έκπληξη ή χαρά μπροστά σε κάτι 2. αυτός που δεν θαμπώθηκε, που έμεινε ατάραχος, δίχως έκπληξη ή θαυμασμό …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • θαμβός — ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) βλ. θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως,… …   Dictionary of Greek

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»